- μαντρώνω
- 1. μαντρίζω, κλείνω ζώα σε μαντρί2. περιβάλλω έναν χώρο με μαντρότοιχο3. περιορίζω κάποιον σε κλειστό χώρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μάντρα ή μαντρί].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαντρώνω — μαντρώνω, μάντρωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μαντρώνω — μάντρωσα, μαντρωμένος 1. περιβάλλω με μάντρα: Μάντρωσαν τα χωράφια τους. 2. μτφ., περιορίζω, φυλακίζω: Οι αστυνομία μάντρωσε τους ταραξίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμάντρωτος — και αμάνδρωτος, η, ο [μαντρώνω] 1. αυτός που δεν έχει περιφραχθεί με μάντρα, απεριτείχιστος 2. (για ποίμνια και άλλα ζώα) αμάντριστος*. 3. αυτός που δεν φυλάσσεται, δεν δέχεται περιορισμούς, ελεύθερος, αλλά και αυτός που δεν επιτηρείται, δεν… … Dictionary of Greek
κοιτάζω — και κοιτώ, άω (AM κοιτάζω) νεοελλ. 1. εξετάζω ιατρικά (α. «πρέπει να κοιτάξω τα μάτια μου» β. «έχει συνεχώς πονοκεφάλους, γι αυτό πρέπει να πάει να κοιταχτεί») 2. φρ. α) «να κοιτάς τη δουλειά σου» να μην ασχολείσαι με το τί κάνουν οι άλλοι β)… … Dictionary of Greek
κουμιάζω — (Μ κουμιάζω) [κούμος] 1. βάζω τις κότες στο κοτέτσι 2. (για όρνιθα) (αμτβ.) κουρνιάζω μσν. 1. εγκλείω, φυλακίζω κάποιον 2. μαντρώνω τα ζώα … Dictionary of Greek
μάντρωμα — το [μαντρώνω] 1. το κλείσιμο ζώων σε μαντρί 2. περίφραξη χώρου με μαντρότοιχο, με μάντρα 3. υποχρεωτική παραμονή σε κλειστό χώρο … Dictionary of Greek
μανδρεύω — (AM) [μάνδρα] μαντρώνω, κλείνω κάποιον σε μάντρα μσν. κλείνω κάποιον σε μοναστήρι ως μοναχό … Dictionary of Greek
περιμαντρώνω — και περιμανδρώνω κατασκευάζω μάντρα γύρω από οίκημα ή κτήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μαντρώνω. Ο τ. περιμανδρώνω μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
σηκάζω — Α [σηκός] (επικ. τ.) 1. οδηγώ και κλείνω μέσα σε μάντρα, μαντρώνω («ὥσπερ ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες», Ξεν.) 2. περιφράσσω («σηκάζειν πυρούς τε καὶ ἀστάχυας κατ ἀλωάς», Ορφ.) … Dictionary of Greek